Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η Ολλανδή

См. также в других словарях:

  • Ολλανδός — ο, θηλ. Ολλανδή [Ολλανδία] ο κάτοικος τής Ολλανδίας ή αυτός που κατάγεται από την Ολλανδία …   Dictionary of Greek

  • Μάρστον, Τζον — (John Marston, Κόβεντρι 1575/6 – Λονδίνο 1634). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε νομικά, αλλά σύντομα το ενδιαφέρον του στράφηκε προς τη λογοτεχνία. Το 1598 εξέδωσε το ελεύθερο ποίημα του με τίτλο Η μεταμόρφωση της εικόνας του… …   Dictionary of Greek

  • Πικάσο, Πάμπλο Ρούιθ — (Picasso, Μάλαγα 1881 – Νίκαια 1973). Ισπανός ζωγράφος, χαράκτης, γλύπτης και κεραμουργός. Από το 1891 ο πατέρας του, καθηγητής του σχεδίου, αναγνώρισε την ιδιοφυΐα του. Το 1895 ο Π. φοιτά στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βαρκελόνης και αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • Ρόλαντ Χολστ, Χενριέτε — (Holst, το γένος Βαν ντερ Σχαλκ, Νόρντβεϊκ 1869 – Άμστερνταμ 1952). Ολλανδή συγγραφέας. Κόρη συμβολαιογράφου, παντρεύτηκε το 1896 τον ζωγράφο Ρόλαντ Χολστ και μετά τον θάνατό του (1938) εγκαταστάθηκε στο Άμστερνταμ. Ευαίσθητη στα κοινωνικά… …   Dictionary of Greek

  • Ολλανδός — Ολλανδός, ο και Ολλανδέζος, ο θηλ. Ολλανδή και Ολλανδέζα ο κάτοικος της Ολλανδίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»